-
1 убыток
убыт||окм ἡ ζημία, ἡ ἀπώλεια, ἡ χασούρα:чистый \убыток ἡ καθαρή ζημία· нанести́ \убыток προξενώ ζημία· нести́ \убыток ζημιώνω, ὑφίσταμαι ζημία· быть в \убытокке βγαίνω ζημιωμένος· с \убытокком, в \убытокке μέ ζημία. -
2 ущерб
ущербм1. (убыток) ἡ ζημία, ἡ βλάβη, ἡ φθορά:материальный \ущерб ἡ ὑλική ζημία· нанести́ (или причинить) \ущерб ἐπιφέρω ζημία, βλάπτω· понести (или потерпеть) \ущерб ὑφίσταμαι ζημία· в \ущерб кому́-л. πρός ζημίαν κάποιου· в "\ущерб здоровью μέ βλάβη τής ὑγείας· в \ущерб себе πρός βλάβην μου (σου, του)· в \ущерб интересам дела σέ βάρος τῶν συμφερόντων τής ὑπόθε-σης· в \ущерб здравому смыслу ἐνάντια σέ κάθε λογική· без \ущерба (для)... χωρίς ζημιά γιά...·2. астр. τό ἀδειασμα:\ущерб луны τό ἀδειασμα τοῦ φεγγαριοῦ· луни́ на \ущербе τό φεγγάρι ἀδειάζει· ◊ быть на \ущербе а) παρακμάζω, σβήνω (о славе), б) ὀλιγοστεύω (о силах, здоровье и т. п.). -
3 вред
вред м η βλάβη, η ζημιά причинить \вред προξενώ ζημιά* * *мη βλάβη, η ζημιάпричини́ть вред — προξενώ ζημιά
-
4 убыток
убыток Μ η ζημιά· нести (терпеть) \убыток ζημιώνω, παθαίνω ζημιά* * *мη ζημιάнести́ (терпе́ть) убы́ток — ζημιώνω, παθαίνω ζημιά
-
5 ущерб
-
6 вред
вредм ἡ βλάβη, τό κακό[ν], ἡ φθορά/ ἡ ζημία (ущерб):во \вред кому-л. προς ζημία κάποιου· причинять \вред προκαλώ ζημία, κάνω κακό. -
7 урон
уронм ἡ ἀπώλεια, ἡ ζημία/ ἡ χασούρα (ущерб):понести \урон παθαίνω ζημία, ὑφίσταμαι ζημίαν причинить (нанести́) \урон· προξενώ ζημία -
8 ущерб
-а α.1. βλάβη, βλάψιμο• ζημιά• φθορά.• в ущерб здоровью σε βλάβη της υγείας•материальный ущерб υλική ζημιά•
причинить ущерб προξενώ ζημιά•
нанести ущерб επιφέρω βλάβη•
понести ущерб υφίσταμαι (παθαίνω) βλάβη•
-в себе για βλάβη του ίδιου (του εαυτού).
2. παρακμή, πτώση•ελάττωση•силы его на -е οι δυνάμεις του παρακμάζουν.
3. (ϊΐ-α το φεγγάρι) η χάση, το χάσιμο•ущерб луны το χάσιμο του φεγγαρ ιού•
луна на -е το φεγγάρι είναι στη χάση.
εκφρ.в -кому – προς βλάβη κάποιου. -
9 нанести
нанести (причинить) επιφέρω, καταφέρω' \нанести удары καταφέρω πλήγματα* \нанести ущерб προξενώ ζημία' \нанести поражение νικώ ◇ \нанести визит επισκέπτομαι* * *( причинить) επιφέρω, καταφέρωнанести́ уда́ры — καταφέρω πλήγματα
нанести́ уще́рб — προξενώ ζημία
нанести́ пораже́ние — νικώ
••нанести́ визи́т — επισκέπτομαι
-
10 причинить
-
11 напортить
напортитьсов разг1. χαλ(ν)ά)·2. перен βλάφτω, φέρνω ζημιά:\напортить кому́-л. κάνω ζημιά σέ κάποιον. -
12 вред
-а α.βλάβη, ζημιά, φθορά, κακό•наводнение причинило много -а η πλημμύρα προξένησε πολλές (μεγάλες) ζημιές•
это мне во вред αυτό είναι προς ζημία μου•
эти слухи причинили ему большой вред αυτές οι διαδόσεις τον δυσαρέστησαν πολύ.
-
13 убыток
-тка α. απώλεια, χάσιμο, φθορά, ζημιά, βλάβη•нести (потерпеть) убыток ζημιώνομαι, βλάπτομαι•
продавать без -тка πουλώ με το αζημίωτο•
продавать с -тком πουλώ με ζημία.
εκφρ.в -тке быть (находить(ся) – ζημιώνομαι, βγαίνω ζημιωμένος. -
14 безубыточность
άνευ ζημιών (ιδιότητα)-ый αζημίωτος, χωρίς ζημιάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > безубыточность
-
15 вред
η βλάβη, η φθορά, η ζημιάморальный - юр. ηθική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вред
-
16 вредить
βλάπτω, ζημιώνω, κάνω κακό/ζημιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вредить
-
17 повреждать
προξενώ ζημιά, (травмировать) τραυματίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > повреждать
-
18 причинять
προξενώ, προκαλώ, επιφέρω- вред βλάπτω, προκαλώ ζημιά/βλάβη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > причинять
-
19 убыток
1. (материальный ущерб, потеря) η ζημι/ά, η απώλεια, το χάσιμοзастраховать перевозчика от всех потерь - ков и расходов ασφαλίζω τον μεταφορέα από όλες τις ελλείψειςнести - ζημιώνομαι, υφίσταμαι -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убыток
-
20 утрата
1. (потеря, лишение чего-л.) η απώλεια, το χάσιμο 2. (ущерб, урон) η ζημιά, η απώλεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > утрата
См. также в других словарях:
ζημιά — ζημιά, η και ζημία, η 1. απώλεια αγαθών, βλάβη: Έπαθε ανεπανόρθωτη ζημιά (υλική ή ηθική). 2. στην οικονομία ως έννοια αντίθετη του κέρδους: Πουλώ με ζημία 10% … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζημία — ζημίᾱ , ζημία loss fem nom/voc/acc dual ζημίᾱ , ζημία loss fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημιά — (Νομ.). Κάθε μείωση στην περιουσία ή προσβολή σε άυλα αγαθά (ζωή, σωματική ακεραιότητα, υγεία, τιμή κλπ.) που μπορεί να υποστεί ένα άτομο. Η ζ. μπορεί να είναι άμεση συνέπεια ενός γεγονότος, αλλά μπορεί να είναι και έμμεση, δηλαδή ένα γεγονός… … Dictionary of Greek
ζημίᾳ — ζημίαι , ζημία loss fem nom/voc pl ζημίᾱͅ , ζημία loss fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημίας — ζημίᾱς , ζημία loss fem acc pl ζημίᾱς , ζημία loss fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβαρία — Ζημιά πλοίου, είτε του ίδιου είτε του φορτίου του, στη διάρκεια του πλου του. Με ειδική νομοθεσία ρυθμίζονται όλα τα θέματα τα σχετικά με την α. Για να αποφευχθεί o αθέμιτος πλουτισμός σε βάρος εκείνων που διέτρεξαν τον κίνδυνο και υπέστησαν την… … Dictionary of Greek
ζημίαι — ζημία loss fem nom/voc pl ζημίᾱͅ , ζημία loss fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημίαν — ζημίᾱν , ζημία loss fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημιῶν — ζημία loss fem gen pl ζημιάζω damno fut part act masc voc sg ζημιάζω damno fut part act neut nom/voc/acc sg ζημιάζω damno fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ζημιόω cause loss pres part act masc voc sg (doric aeolic) ζημιόω cause loss… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημίαιν — ζημία loss fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημίαις — ζημία loss fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)